- καμπύλος
- -η, -ο (AM καμπύλος, -ον)αυτός που σχηματίζει καμπή, κυρτός, γυριστός, καμπουρωτόςνεοελλ.το θηλ. ως ουσ. η καμπύλη (ενν. γραμμή)1. γραμμή που μεταβάλλει διαρκώς και σε κάθε σημείο της διεύθυνση, χωρίς όμως να σχηματίζει πουθενά γωνία2. μαθ. ο τόπος τών διαδοχικών σημείων που καταλαμβάνει στο επίπεδο ή στον χώρο ένα σημείο κινούμενο σύμφωνα με έναν καθορισμένο νόμο3. η λ. χρησιμοποιείται επίσης, εκτός τών μαθηματικών, και σε πολλές άλλες επιστήμες συνοδευόμενη με ανάλογους προσδιορισμούς και με ειδική κάθε φορά σημασία («καμπύλη τού Γκάους, καμπύλη εργασίας, καμπύλη προσφοράς, καμπύλη ζητήσεως, καμπύλη ίσου κόστους, καμπύλες συχνοτήτων, ισοβαθείς καμπύλες, ισοϋψείς καμπύλες» κ.λπ.)4. οστεώδες, σκληρό και επίμηκες οίδημα τών ζώωναρχ.1. το θηλ. ως ουσ. ἡ καμπύλη (ενν. βακτηρία)ράβδος με κυρτή άκρη, μπαστούνι, μαγκούρα γυριστή2. μτφ. η ωδή που έχει ποικίλο μέτρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπτω + επίθ. -υλ-ος, πρβλ. αγκ-ύλ-ος.ΠΑΡ. καμπυλότητα(-ότης)αρχ.καμπυλιάζω, καμπύλλω, καμπυλόειςμσν.- νεοελλ.καμπυλώνωνεοελλ.καμπυλωτός.ΣΥΝΘ. καμπυλόγραμμος, καμπυλοειδής, καμπυλόπρυμνοςαρχ.καμπυλαύχην, καμπυλόρριν, καμπυλοσαλπιστής, καμπύλοχοςμσν.- νεοελλ.καμπυλόρρινοςνεοελλ.καμπυλογράφος, καμπυλόμετρο].
Dictionary of Greek. 2013.